Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Τα ψυχοφάρμακα και με ποιο τρόπο (δεν) λειτουργούν


Τα αγχολυτικά / υπνωτικά παρουσιάζουν μια σαφή ευφορική (ευχάριστη, ηδονιστική) ενέργεια (αν και λιγότερο από τα οπιοειδή, την αμφεταμίνη και την κοκαΐνη), ενώ τα νευροληπτικά έχουν μια σαφώς αποδεδειγμένη δυσφορική ενέργεια.
Η ευφορική ενέργεια των αγχολυτικών/υπνωτικών εξηγεί γιατί οι χρήστες τους προτιμούν τις βενζοδιαζεπίνες αν και  υπάρχουν άλλα μη ηδονιστικά αγχολυτικά. Εξηγεί, επίσης, την ευρεία και απερίσκεπτη συνταγογράφησή τους από γιατρούς  άλλων ειδικοτήτων καθώς και τους μηχανισμούς της αυτοσυνταγογράφησης.
Η ηδονιστική δράση ακολουθείται, φυσικά, από την τιμωρητική, που προέρχεται από το σύνδρομο στέρησης (λόγω του εθισμού που προκαλούν), όταν γίνεται απόπειρα να διακοπεί η αγωγή.
Αντί να διερευνάται το πρόβλημα, που βρίσκεται πίσω από το σύμπτωμα (το άγχος, την κατάθλιψη κλπ), επιλέγεται μια λύση ταμποναρίσματος, που απομακρύνει από τις πηγές του προβλήματος και από την συνειδητοποίησή τους. Σ αυτή την πρακτική ανταποκρίνεται ένας προκατασκευασμένος και άκαμπτα κωδικοποιημένος τύπος ψυχιατρικής πρακτικής, που αποτελεί, παρά τις πιθανές καλές προθέσεις, το μακρύ χέρι του κοινωνικού ελέγχου.
Έχει βρεθεί σε μελέτες, όπου συγκρίθηκαν δύο παρόμοιες ομάδες ασθενών, όπου στην μια δόθηκε φάρμακο και στην άλλη έγινε μια σύντομη συμβουλευτική/ψυχολογική παρέμβαση (που έδινε μερικές ενδείξεις στον ασθενή για την φύση των προβλημάτων του), ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα (όσον αφορά στα συμπτώματα) ήταν, πρακτικά, και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο.
Όσο για τα νευροληπτικά, που έχουν ενδείξεις σε σοβαρές ψυχικές διαταραχές (σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη κλπ), έχει αποδεχθεί η σοβαρή και μόνιμη αναπηρία, που μπορεί να προκαλέσουν (όψιμη δυσκινησία, τύφλωση, κλπ, ακόμα και θάνατος), καθώς και οι βλάβες των γνωστικών λειτουργιών, μέχρι και άνοιας(4).
Παραδοσιακά, οι ψυχίατροι απέδιδαν την γνωστική έκπτωση στην σχιζοφρένεια χρόνιας διαδρομής στην ίδια την αρρώστια, αλλά η σύγχρονη έρευνα (σε επίπεδο ανατομικό και φυσιοπαθολογικό) έχει αποδείξει ότι αυτή οφείλεται, κυρίως, αφενός στα φάρμακα, αφετέρου στον ιδρυματισμό.
Έχει, επίσης, παρατηρηθεί  ότι η αλόγιστη και υπέρογκη χρήση νευροληπτικών παραμορφώνει την φυσική εξέλιξη της αρρώστιας, που, συχνά, είναι μια εξέλιξη αυτόματης ανάνηψης (όπως έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες) και στην θέση της δημιουργεί μιαν ιατρογενή αρρώστια (μέσω των αλλοιώσεων, που το νευροληπτικό προκαλεί στις συνάψεις του εγκεφάλου), που είναι ανίατη και τείνει να επιδεινώνεται κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια να διακοπεί ή να μειωθεί η δόση του νευροληπτικού(5).
Αυτό έχει συντελέσει την επιδείνωση της έκβασης της σχιζοφρένειας στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση αυτή παίζει, επίσης, η ανταγωνιστική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων και η μαζική ανεργία.
Αντίθετα, παρατηρείται  μια ηπιώτερη έκβαση (αν και η συχνότητα είναι η ίδια) της σοβαρής ψυχικής αρρώστιας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου (ή, μάλλον, στα μέρη εκείνα των χωρών αυτών) όπου δεν έχουν κυριαρχήσει οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ο ανταγωνιστικός τρόπος ζωής(6).
Η ψυχική αρρώστια φαίνεται σαν ένα λιγότερο δραματικό πρόβλημα  παντού όπου  γίνεται (ή όταν σε μια μελλοντική κοινωνία θα μπορέσει να γίνει) δεκτή σαν μέρος της ανθρώπινης κατάστασης και θα αντιμετωπίζεται μέσω της υποστήριξης  της κοινότητας στα μέλη της που υποφέρουν, κινητοποιώντας εκείνα τα υλικά και πολιτιστικά μέσα, που ευοδώνουν την Ενότητα και την Συνέχεια του Υποκειμένου ως σώματος, ως ύπαρξης και ως κοινωνικού είναι, τόσο στην κατάσταση της υγείας, όσο και σ΄ αυτή της αρρώστιας.
Στη βάση αυτής της υπόθεσης, έχει μελετηθεί η διαφορά στην έκβαση της σχιζοφρένειας πχ σε κοινότητες μεταναστών σε προηγμένες χώρες(7), όπου κατάφεραν να ανασυγκροτηθούν ως τέτοιες, διατηρώντας την πολιτιστική τους κληρονομιά και επομένως το είδος (το στυλ) των κοινωνικών τους σχέσεων (πιο ήπια έκβαση), σε αντιπαράθεση με αυτό, που, συνήθως, συμβαίνει, δηλαδή την τραγική μοίρα μεταναστών (όταν αρρωσταίνουν), όταν δεν μπορούν να υπολογίζουν στους μηχανισμούς στήριξης της κουλτούρας του τόπου καταγωγής τους, ούτε να ταυτιστούν με την κουλτούρα του τόπου που τους φιλοξενεί(8).
Σχετικά με την δράση των νευροληπτικών (και όχι μόνο με τις παρενέργειες) έχουμε την μελέτη δύο ερευνητών, που έκαναν ένα σχετικό πείραμα στον εαυτό τους, παίρνοντας, ενδοφλεβίως,  5mg Αλοπεριδόλης(9).
«Μέσα σε δέκα λεπτά αναπτύχθηκε μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση της σκέψης και της κίνησης, καθώς και μια βαθιά εσωτερική ανησυχία. Κανείς μας δεν μπόρεσε να συνεχίσει να δουλεύει και οι δύο δεν μπορέσαμε να ξαναπιάσουμε τη δουλειά μας πριν περάσουν 36 ώρες. Είχαμε παράλυση της θέλησης και έλλειψη φυσικής και ψυχικής ενέργειας. Αισθανόμαστε ανίκανοι να διαβάσουμε, να τηλεφωνήσουμε, ή να κάνουμε με δική πρωτοβουλία πράγματα του σπιτιού, αλλά μπορούσαμε να κάνουμε αυτά τα πράγματα όταν μας το ζητούσαν οι άλλοι. Δεν είχαμε ούτε υπνηλία, ούτε καταστολή, αντίθετα και οι δυο αισθανόμαστε ανησυχία». 
Όταν οι ψυχικά πάσχοντες, που υποχρεώνονται να παίρνουν αυτά τα φάρμακα, παραπονούνται γι΄ αυτά συμπτώματα, τότε αυτά αποδίδονται στην αρρώστια και όχι στο φάρμακο. Είναι αυτό που κάνει πραγματικό και όχι ιδεολογικό τον χαρακτηρισμό της δράσης των φαρμάκων αυτών σαν «χημικό ζουρλομανδύα». Το ερώτημα δεν είναι, επομένως, γιατί μερικοί άνθρωποι, με σοβαρές ψυχικές διαταραχές, αρνούνται  να πάρουν αυτά τα φάρμακα, αλλά γιατί, φάρμακα που προκαλούν τόσο μεγάλη δυσφορία, γίνονται αποδεκτά από μεγάλο μέρος των ασθενών αυτών.
Εδώ, φυσικά, υπεισέρχονται οι κοινωνικοί μηχανισμοί της ανταμοιβής και της τιμωρίας, στην σχέση με τους θεράποντες και την αυξημένη αποδοχή από τους οικείους, αν, παίρνοντας το φάρμακο, παρουσιάσουν βελτίωση στα συμπτώματα. και την συμπεριφορά τους. Η θεραπεία με τα νευροληπτικά και μάλιστα σε μεγάλες δόσεις και για μεγάλη διάρκεια χρόνου, δείχνει ότι ο δεσμός ανάμεσα στην τιμωρία και την θεραπεία δεν έχει διακοπεί. Ότι εξακολουθεί να ευοδώνεται η ιδεολογία ενός δεσμού ανάμεσα στην οδύνη και την θεραπεία, που συνδέεται, με την σειρά του, με την ηθική αντίληψη για την ψυχική αρρώστια, η οποία, καθώς διαταράσσει την κοινωνική ζωή, αποτελεί πάντα την χρυσή ευκαιρία για παρεμβάσεις, όπου, θεραπεία και τιμωρία, είναι αξεδιάλυτα δεμένες(10).
Άλλωστε και τα νέα νευροληπτικά που λανσάρουν, τα ένα πίσω από το άλλο, οι φαρμακευτικές εταιρείες και θεωρούνται ότι δεν έχουν τις παρενέργειες των παλιών  (κυρίως τις εξωπυραμιδικές, όψιμη δυσκινησία κλπ) δεν έχουν ακόμα δοκιμαστεί αρκετά για να δείξουν την ύπαρξη, ή μη, κινδύνων, αν και η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι ανώτερη από τα παλιά. Φτάνει, δηλαδή, μέχρι τον έλεγχο κάποιων συμπτωμάτων χωρίς να εγγίζει την (άγνωστη μέχρι τώρα επακριβώς) ρίζα της αρρώστιας - ενώ η τιμή τους είναι πολλαπλάσια, μέχρι και 70 φορές πάνω από την τιμή των παλιών νευροληπτικών.
Μ΄ όλα αυτά δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι, στις δοσμένες συνθήκες, δεν πρέπει να γίνει καμιά χρήση του ψυχοφάρμακου. Όπως πρέπει να απορριφθεί η ιδεολογική χρήση του ψυχοφάρμακου, για τον σκοπό, δηλαδή, του κοινωνικού ελέγχου, άλλο τόσο δεν πρέπει να υπάρξει μια ιδεολογική απόρριψή του.  Πρέπει, όμως, να γίνει σωστή και όχι κατασταλτική χρήση. Όχι για τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά σαν ένα βοηθητικό μέσο, που ανακουφίζει τόσο, όσο να δώσει την δυνατότητα στο υποκείμενο ν΄ αναπτύξει την αυτογνωσία του και ν΄ αποχτήσει συνείδηση της πηγής τω προβλημάτων του και της ψυχικής του δυσφορίας. Άλλωστε, έχει αποδειχτεί ότι, όσο πιο ανθρώπινες, θεραπευτικές, προστατευτικές/υποστηριχτικές, μη καταπιεστικές είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζεται ένα ψυχικά πάσχων άτομο, όσο περισσότερο εξασφαλίζονται τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα, τόσο μικρότερη (και για λιγότερο χρόνο) είναι η ανάγκη χρησιμοποίησης του φαρμάκου.
 Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι η αναφερόμενη παραπάνω ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στο δρόμο της έρευνας των γονιδίων και των εγκεφαλικών συνάψεων. Η ψυχική οδύνη και δυσφορία είναι μια ανθρώπινη αντίφαση, που έχει ένα βιολογικό υπόβαθρο, αλλά δεν μπορεί ν΄ αναχθεί σ΄ αυτό. Σχετίζεται με την κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου, με την σχέση του με τον άλλο, με την οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας, με την επικρατούσα κουλτούρα, που πηγάζει και αλληλεπιδρά με τις δοσμένες κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις. Μόνο στην πάλη για την άρση των όρων της ανθρώπινης αλλοτρίωσης μπορεί ν΄ ανοίξει ο δρόμος για  μια βαθύτερη κατανόηση και συνειδητοποίηση των ανθρώπων αντιφάσεων (που η πιο οδυνηρή τους στιγμή και όριο είναι η τρέλα), σαν στιγμή, δηλαδή, του αγώνα για την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση.
  
Θ. Μεγαλοοικονόμου, 2007


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου